Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΠΕΡΠΑΤΑ, ΠΕΡΠΑΤΑ, ΠΕΡΠΑΤΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΣΟΥ. ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ.*, Αλέξανδρος Κ.



Μια ηλιόλουστη Κυριακή του Απριλίου, ο Ιάκωβος βάδιζε στην παραλία της Επάνω Σκάλας με τα καινούρια δερμάτινα παπούτσια του. Πέρασε το παλιό καρνάγιο, προχώρησε στον χωματόδρομο του κάστρου, σκόνταψε σε μια μικρή πέτρα, διόρθωσε το βήμα του και συνέχισε την πορεία του, λίγο πιο ευθυτενής από πριν.
Ησυχία. Το μεσημέρι νιώθεις ότι ο χρόνος σταματάει. Καλή ιδέα να έρθεις εδώ τέτοια ώρα …

Κοντοστάθηκε, τέντωσε τον λαιμό του προς τον ουρανό, διώχνοντας ένα ανύπαρκτο πιάσιμο και έσμιξε τα φρύδια του για να αντιμετωπίσει τον ήλιο. Ήταν ένα ζεστό, ανοιξιάτικο μεσημέρι και το φως έπεφτε κάθετα πάνω στις πέτρες, σβήνοντας σχεδόν την τραχιά τους επιφάνεια και γράφοντας έντονες μαύρες σκιές στη βάση τους.
Πέτρινα γλυπτά. Τείχη, βράχοι, ξερολιθιές… Διάλογος με τα πνεύματα της πέτρας… Κάπως έτσι δε λεγόταν εκείνο το βιβλίο;

Μπήκε νοητά στο εσωτερικό του κάστρου και φαντάστηκε τους ψίθυρους του ανέμου, να σφυρίζουν μέσα από τις πολεμίστρες, να χαϊδεύουν τα ψηλά χορτάρια, να στροβιλίζονται στους μαιάνδρους των τειχών.
...Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τα ερείπια...
Τόπος μνήμης. Ογκώδες κουφάρι της ιστορίας. Μεσαιωνικό τέρας που ξεψύχησε και πέτρωσε πάνω στον λόφο. Τα κόκαλά του πορώδεις βράχοι, εκτεθειμένοι στον άνεμο, τη βροχή και το χαλάζι, στις κλειδώσεις τους φωλιάζουν ποντίκια και φίδια, από τους αρμούς τους πετάγονται τούφες αγριόχορτα.

1.
Οι πλαγιές του λόφου είχαν καλυφθεί από ένα χαλί άγριας βλάστησης, που είχε πρασινίσει με τις βροχές του χειμώνα και τώρα άνθιζε, σκορπίζοντας την αόρατη γύρη του στον θαλασσινό αέρα του κάστρου. Ένιωσε το πρώτο σύμπτωμα αλλεργίας να του χαϊδεύει τη μύτη και ένα απότομο φτάρνισμα τον έκανε να διπλωθεί ολόκληρος προς τα εμπρός. Αναστέναξε με ανακούφιση και έσκυψε για να θαυμάσει τα παπούτσια του. Η απόλυτη ησυχία μεγέθυνε τον ήχο που έκαναν τα βήματά του πάνω στο χώμα και τα χαλίκια.
Μοιάζουν παιδικά. Όπως κι εσύ. Μην τα σέρνεις! Σου έλεγε. Ίσια το κορμί! Ένα μικρό αγρίμι με κατσαρά μαλλιά τρέχει στα τελευταία οικόπεδα του Φαλήρου. Πριν απ’ αυτό δε θυμάσαι τίποτα, μόνο φωτογραφίες αποδεικνύουν την ύπαρξή σου. Φαίνεσαι χαρούμενος σ’ αυτές. Στον κεντρικό δρόμο του χωριού, η γυναίκα που σου ‘μοιάζε, κρατάει το καλοκαιρινό καρότσι σου, «μπαστούνι», σχέδιο του ‘80. Ένας γυμνός, μαυρισμένος μπέμπης με ξανθά μαλλιά. Δίπλα της αυτός, νέος ακόμα, με λεπτό άσπρο ζιβάγκο, προτάσσει το στήθος για τη φωτογράφιση, μάλλον του έχει μείνει από τον στρατό. Από αγροτόπαιδο, αξιωματικός. Το σόι του τον θαυμάζει, αυτός καμαρώνει. Τέτοια ώρα θα διασχίζει την παραλία της Γλυφάδας με ένα ξύλο στο χέρι, μήπως και συναντήσει εκείνη την αγέλη των σκύλων που τη στήνει στο λιμανάκι. Μια ώρα κάθε μέρα. Μάχη με τον χρόνο. Μετά θα γυρίσει, να δει το δελτίο ειδήσεων των 9:00. Θα καθίσει στην καρέκλα του. Θα βάλει κονιάκ και ξηρούς καρπούς.

Αγαπάει τα καλά παιδιά. Δεν ήσουνα πάντα καλό παιδί.

Το κύμα οργής που ένιωσε να τον πλημμυρίζει, αντικαταστάθηκε γρήγορα από ένα αίσθημα παραίτησης, που τον έκανε να κατεβάσει το κεφάλι.

Τουλάχιστον ήσουν ...όλοι έλεγαν ότι ήσουν…

Είσαι πολύ ωραίος
Αλήθεια;
βεβαίως
είμαι πολύ ωραίος
Αλήθεια;
βεβαίως

Είμαι πολύ ωραίος
ιδίως το βράδυ
Με λένε Ανδρεάδη
Με λένε Έρολ Φλυν
Αυτόγραφα υπογράφω
Στον κινηματογράφο
Πληρώνω φωτογράφο
Πίνω βερμούτ και τζιν

Τραγουδούσε η μαμά …γυναίκα στερημένη από χάδια, σε αγαπούσε σαν τρελή. Χρόνια κάτω από τη φτερούγα της… Μητρική αγάπη γεμάτη  μυστικά  και ψέματα.

Αν λέτε ψέματα στο παιδί σας, θα γίνει ντροπαλό. Είπε η Κα Μοντεσσόρι. Όταν το κρίνετε, θα μάθει να κρίνει διαρκώς τον εαυτό του και τους άλλους. Αν του ρίχνετε με το παραμικρό το φταίξιμο για διάφορα πράγματα, θα έχει τύψεις για όλη του τη ζωή.

Τύψεις την ώρα που ξυπνάς, τύψεις το μεσημέρι, τύψεις επειδή η μέρα φεύγει, όπως φεύγει και η ζωή. Τύψεις όταν αλλάζεις γνώμη, προληπτικές τύψεις για να μην αλλάξει η εικόνα που έχουν οι άλλοι για ‘σένα, αν και σου προκαλεί τύψεις το να ασχολείσαι τόσο πολύ με την εικόνα σου. Αν κάποιος σου μίλησε άσχημα, κάποιο λόγο θα έχει. Δεν κατάφερες να φανείς αρκετά καλός. Και για να το πετύχεις, δεσμεύτηκες για κάτι που δεν θέλεις να κάνεις αλλά έχεις τύψεις γιατί τώρα θα πρέπει να το κάνεις. Και αν δεν το κάνεις θα έχεις τύψεις.

Η πλευρά του τείχους στο σημείο εκείνο φάνταζε θεόρατη και κάλυπτε εντελώς τον ορίζοντα. Ψηλά στην τραχιά λιθοδομή, τρία μικρά ανοίγματα, πλαισίωναν τρία γαλάζια κομμάτια ουρανού.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΤΩΡΑ!

Βήματα:
1. Θέστε κάποιους στόχους που θα εκπληρώνετε σταθερά και βαθμιαία. Για παράδειγμα: μια βόλτα μια φορά την εβδομάδα στο κοντινότερο παρκάκι.
2. Σκεφτείτε την κατάσταση που βιώνετε εσείς και την ζωή που βιώνουν οι άνθρωποι στα νοσοκομεία και τα παιδιά στις τριτοκοσμικές χώρες που πεθαίνουν κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο που μιλάμε!
3. Βοηθήστε τον εαυτό σας μέσα από την έννοια της ευγνωμοσύνης. Σημειώστε ποια πράγματα αξίζει να τα ζείτε. Η γλυκιά ανατολή του ήλιου, ένα λουλούδι που σας πρόσφερε ένα μικρό κοριτσάκι ενώ περπατούσατε, το χαμόγελο του περιπτερά ή η ζεστή αγκαλιά ενός δικού σας ανθρώπου.
Συμβουλές για απελπισμένους. Υποτιμητικές. Έχουν έναν αέρα κατήχησης. Η εξουσία του υγιή. Πήγες βόλτα στο κάστρο, η θέα των προσφύγων δε σε κάνει πιο χαρούμενο, μόνο καμιά φορά πράγματι λες «είμαι τυχερός», αυτό με το κοριτσάκι είναι ένα χυδαίο ψέμα, ο περιπτεράς χαμογελάει σπάνια, η αγκαλιά όμως βοηθάει... όταν υπάρχει.

2.
Το βλέμμα του απλώθηκε στην πλαγιά του λόφου, σκαρφάλωσε πάνω στα τείχη και επιθεώρησε τα κενά ανάμεσά τους.
Τραγούδια για κτίρια. Στα όνειρα λένε ότι συμβολίζουν την ψυχή. Είχες γράψει ότι «μπορεί να κρύβουν μια ανθρώπινη ιστορία». Μια φορά κι έναν καιρό... Η ιστορία σου.

Γύρισε το κεφάλι του νότια και ακολούθησε την ευθεία της τσιμεντένιας καμπυλωτής ράχης του πέτρινου τοιχίου του δρόμου.
Καλοφτιαγμένο... αυτή η ευθεία, αυτή η καμπύλη στο τέλος... σαν φίδι ή σαν… έχει κάτι από την ροή ενός μηχανισμού. Ιμάντας τεντωμένος σε κύλινδρο. Δημιούργημα του μυαλού, σκέψη που κλωθογυρίζει. Καμπυλωτές, παραβολικές σκέψεις, κλειστές σκέψεις, φαύλες. Ευθύγραμμες, ανοιχτές σκέψεις. Μια γραμμή αν ενώσεις την αρχή με το τέλος της, γίνεται σχήμα. Κάποια στιγμή, καταλαβαίνεις ότι το σχέδιο φτάνει στην τελική μορφή του. Ένα ολοκληρωμένο αυτόνομο αντικείμενο, που εκπέμπει την ενέργειά του στο σύμπαν. Στην αρχή, έμοιαζαν με μικρούς κόσμους. Τώρα μόνο σχήματα. Δίνες. Πρέπει με κάποιο τρόπο να βγεις απ’ αυτές. Η τέχνη ακολουθεί διακριτικά την πορεία της ζωής σου. Σαν ένα έμβρυο που μεγαλώνει μέσα σου για χρόνια.

Σταμάτησε τον συλλογισμό του με μια γκριμάτσα σύγχυσης και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του για να διώξει το θολό προπέτασμα των σκέψεων και να ξαναδεί αυτό που υπήρχε γύρω του. Στα δεξιά του ένα στριφογυριστό δρομάκι αχνοφαινόταν ανάμεσα στα ψηλά αγριόχορτα που έφταναν μέχρι τον βράχο.

3.
Παναγιά Γαλατούσα. Χωμένη στη ρίζα του λόφου. Μια σκοτεινή τρύπα, λίγα σκαλάκια ασβεστωμένα, στο βάθος ένα εικόνισμα με την Παναγία να θηλάζει το θείο βρέφος.  Τολμηρή λεπτομέρεια η απεικόνιση του στήθους της, ένα μικρό, σκούρο εξόγκωμα, σαν αποξηραμένο σύκο. Εδώ ερχόντουσαν λέει οι πουτάνες του κάστρου για να πάρουν άφεση αμαρτιών. Πριν απ’ αυτό είχαν πλύνει το σώμα τους στο χαμάμ. Μικροί τρούλοι με γυάλινα εξανθήματα σαν να έχουν κολλήσει κάποιο αφροδίσιο. Μοναχικός έφηβος, είχες έρθει εικοσιπέντε χρόνια πριν. Τα όρθια απομεινάρια από τα παλιά μπουρδέλα ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Μπήκες σε ένα δωμάτιο χωρίς στέγη. Ένας πελάτης που άργησε. Ο ήλιος έλουζε τώρα τον οίκο της απώλειας. Στον τοίχο εξακολουθούσε να στέκεται ένας παλιός νιπτήρας. Εδώ θα έκανε η φτωχή Μικρασιάτισσα την τουαλέτα της μετά από κάθε συνουσία. Πλύσιμο με ζεστό νερό στα επίμαχα σημεία. Υπομονετικά και ήρεμα, σαν γάτα που γλείφεται. Το σημαντικότερο στη δουλειά τους είναι να κάνουν τον πελάτη να τελειώσει γρήγορα, οπωσδήποτε να τελειώσει, να φύγει ευχαριστημένος και να ξαναγυρίσει σαν καυλωμένο γουρουνάκι μόλις νιώσει ξανά το κάλεσμα της φύσης. Παρακαλώ, ο επόμενος. «Περάστε κύριε. Τι κάνετε;» Τον θυμάται. «Τώρα θα βγει το κορίτσι μας». Μια ατελείωτη παρέλαση από ανδρικά μόρια, τεντωμένες κεραίες που αναζητούν το σκοτεινό εκείνο σημείο του κόσμου, ένα θηλυκό από τη ράτσα τους για να χύσουν το παχύρευστο υγρό, πλούσιο γονιδιακό υλικό, πασχίζουμε να μπούμε στο τούνελ απ’ το οποίο βγήκαμε μια μέρα στον κόσμο ουρλιάζοντας. Κάπως έτσι, εκεί στο σκοτάδι γεννιέται η ζωή, μέσα σε κλειστά δωμάτια, σε κρεβάτια που τρίζουν. Ερχόμαστε και φεύγουμε…
Κτήρια. Άδεια κελύφη. Υποδοχείς ζωής. Οι παλιοί κάτοικοι φεύγουν μαζί με τα ρούχα, τα κρεβάτια, τους νιπτήρες τους... το σπίτι σοβαντίζεται, βάφεται κλπ. Οι καινούριοι έρχονται.

Στα δεξιά του υψωνόταν η όψη του ανακαινισμένου κτηρίου που τώρα στέγαζε την Φωτογραφική Εταιρεία Μυτιλήνης.

4.
Απέναντι ήταν ένα μεγάλο πλάτωμα οριοθετημένο από χαμηλά, μισογκρεμισμένα τείχη που κατέληγαν σε έναν πυργίσκο. Προχώρησε και στάθηκε στη μέση του για να χαζέψει τη θέα. Ο απαλός βοριάς ρυτίδωνε το βαθύ μπλε της θάλασσας και ταυτόχρονα του χάιδευε το πρόσωπο προκαλώντας του μια ευχάριστη αίσθηση χαλάρωσης.
Πέτρινη βεράντα στο πέλαγος. Θα μπορούσε να γίνει μια ωραία καφετέρια εδώ. Όμως… αυτή η μοίρα των έργων του παρελθόντος: Τόποι που έσφυζαν από ζωή, σκηνές του ανθρώπινου δράματος, να  μετατρέπονται σε τουριστικά αξιοθέατα, πολιτιστικά κέντρα,  καφετέριες...
Μια κραυγή ακούστηκε από μακριά και ένας σκοτωμένος ιππότης των Γατελούζων κατρακύλησε κουδουνίζοντας σαν ένα μάτσο παλιοσίδερα στην πλαγιά του κάστρου στο βάθος, σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης.
Ποιος ξέρει πόσοι γκρεμοτσακίστηκαν, σκοτώθηκαν, έχυσαν το τελευταίο τους αίμα στα κύματα των μαχών που προκάλεσαν οι αντεκδικήσεις της ιστορίας, κάθε φορά που κλυδωνίζονταν τα όρια βασιλείων και αυτοκρατοριών. Κουρελιασμένη σάρκα πάνω στους σκληρούς βράχους, αίμα πάνω στις πέτρες. Και εκείνη η ανατριχιαστική γαλήνη μετά τη μάχη... Εφιάλτης της ιστορίας.

Η σιδερόφρακτη μορφή που ατενίζει το πέλαγος από το υψηλότερο σημείο του ενετικού φρουρίου, ακούει στο όνομα Ιάκωβος. Παρά τον ισχυρό άνεμο που συνήθως φυσάει σε αυτή την πλευρά του κάστρου, έτσι αγέρωχος που στέκει, χωρίς ούτε ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, εύκολα μπορεί ο περαστικός διαβάτης να ξεγελαστεί, συγχέοντας την επιβλητική μορφή του με νεοαναγερθέντα πέτρινο ανδριάντα, προέκταση της ανόργανης ύλης.
Γνωστός στον Οίκο των Γατελούζων από την Λέσβο ως την Γένοβα ως το τέλειο όπλο, έχει διακριθεί σε πλήθος μαχών τρέποντας σε φυγή ορδές άγριων βαρβάρων, στην όψη των οποίων θα χλόμιαζε και ο πιο γενναίος και άρτια εκπαιδευμένος στρατιώτης. Άπληστοι πειρατές και επίδοξοι κατακτητές εξ ανατολών, ξέρουν πλέον να τον αναγνωρίζουν από τα ανοιχτά της θάλασσας, όπως τα λαίμαργα πτηνά που στη θέα του σκιάχτρου αποφεύγουν να προσεγγίσουν τους γευστικούς καρπούς ενός οπωρώνα. Και όμως, την ώρα που εκείνος ελέγχει το πέλαγος που απλώνεται μπροστά του, σαν ένας συνετός γαιοκτήμονας που επιθεωρεί τις φυτείες του, και καθώς το αέναο μουγκρητό της μανιασμένης θάλασσας στέλνει αφρίζοντα κύματα στα μαύρα βράχια και τα ξανατραβά πίσω στην αχανή μάζα της, η νοσταλγία της περιπέτειας ξυπνά μέσα του. Υπερπόντια ταξίδια, ξιφομαχίες πάνω σε γαλέρες που χορεύουν στην φουρτούνα σαν καρυδότσουφλα, ηρωικές αναμετρήσεις με θεόρατα κήτη και διάφορα άλλα κακόβουλα και επικίνδυνα θηρία του πελάγους.
Την ώρα της μεσημβρινής ραστώνης ο Ιάκωβος, αν και άνθρωπος της δράσης, αναπαύεται επάνω στα τείχη, αφήνοντας το γενναίο μυαλό του να πλανιέται σε στοχασμούς κοινωνικού, φιλοσοφικού ή προσωπικού περιεχομένου. Τι να σκέφτεται άραγε; Το μέλλον της ηγεμονίας; Επίκαιρες φιλοσοφικές έννοιες της εποχής όπως το αδιαχώριστο λογικής και πίστεως; Έχει το κακό ανεξάρτητη υπόσταση ή είναι απλά η απουσία του καλού; Τί είναι πιο σημαντικό, η αρετή στη μάχη ή η ρητορική δεινότητα; Τι είναι ανώτερο σε μια κλίμακα αξιών; Η φιλία ή η γνώση; Το να είσαι μακράν ο καλύτερος ιππότης του κάστρου, σε καθιστά αυτομάτως μοναχικό άνθρωπο;
Ναι. Και στη σκέψη αυτή το βλέμμα του στενεύει και γίνεται βλοσυρό για να καλύψει την καλοζυγισμένη μελαγχολία που τον χαρακτηρίζει. «Είσαι φοβερός άνθρωπος Ιάκωβε, πάντα μόνος» λέει μέσα του η φωνή της συνείδησης και ένα ρίγος του χαϊδεύει τη ραχοκοκαλιά. Και αν η μοίρα σε προίκισε με ανδρεία και απαράμιλλη ικανότητα στη χρήση των όπλων, συνοδευόμενα από ευφυΐα και αρετή, που έφεραν με τη σειρά τους την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου, αν ο θεός σου έδωσε δύναμη κτηνώδη για να θερίζεις τους στρατιώτες του εχθρού σαν στάχυα, εσύ ξέρεις καλά ότι η ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα: Μια καλή γυναίκα, ένα βρέφος που κοιμάται αγγελικά στην κούνια του, ένα τσουκάλι πάνω στη φωτιά όπου σιγοβράζει το λιτό δείπνο, κατά προτίμηση όσπρια.
Έκανε μεταβολή με μια διακριτική πιρουέτα, απομακρύνθηκε από τις επάλξεις και επέστρεψε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Άλλη μια ναρκισσιστική φαντασίωση ... Κι όμως σε θεωρούν προσγειωμένο άνθρωπο. Είσαι μάλλον …
«Ο Ιάκωβος είναι τριάντα οχτώ χρονών. Παρόλο που έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που παρουσιάστηκε σ’ αυτό το γραφείο, η συναναστροφή του με τους συνάδελφους δεν ξέφυγε ποτέ από τα στενά όρια μιας τυπικής και άχρωμης ευγένειας. Είναι σοβαρός και μιλάει σπάνια. Τα ξεθωριασμένα μπλε και άσπρα πουκάμισα που φοράει εναλλάξ κάτω από ένα μαύρο μάλλινο γιλέκο, το παλιομοδίτικο γρι παντελόνι με τις πιέτες, τα γκρίζα μαλλιά και τα τετράγωνα γυαλιά του, συνθέτουν ένα τυπικό παρουσιαστικό δημόσιου υπάλληλου της δεκαετίας του ΄80. Αν είστε κάποιος πολίτης που ήρθε να εξυπηρετηθεί, μπορεί και να μην αντιληφθείτε καν την σιωπηλή παρουσία του, να αναπνέει ανάμεσα στους χοντρούς φακέλους και τους άχρωμους μεταλλικούς όγκους του γραφείου.»
Δεν ήταν άσχημο εκείνο το διήγημα. Στη συνέχεια ένα εργασιακό ραντεβού οδηγεί την αφηγήτρια στο υπόγειο του σπιτιού του όπου συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα αληθινό ατελιέ. Ο Ιάκωβος είναι ένας παθιασμένος καλλιτέχνης και κανείς δεν το ξέρει. Αυτή μόλις βρεθεί και πάλι μόνη της στον δρόμο βάζει τα κλάματα από συγκίνηση για τον γκρίζο συνάδελφό της. Παραγκωνισμένος και ασήμαντος... Χλευασμένος ίσως.

Πρωινό στο γραφείο. Το κεφάλι σου γέρνει από τη νύστα. Τα μάτια σου κλείνουν για ένα δευτερόλεπτο.

Δε μπορώ να σηκωθώ γιατί έχω ξεχάσει να φορέσω παντελόνι.
Στιγμιαία, το κεφάλι μου έχει αποσπαστεί απ’ το σώμα
και βρίσκεται όρθιο πάνω στο γραφείο
Η Αγγελική λείπει … Στην καρέκλα της ένα διπλωμένο μπλουζάκι και εσώρουχα.
Από ‘δω μυρίζω το μέρος που κάλυπτε το στήθος της …

Ξυπνάς απότομα και ξανακοιμάσαι.

Βρίσκομαι σε ένα αυτοκίνητο στην εθνική οδό,
Διασχίζουμε το λεκανοπέδιο της Αττικής.
Ο Σωτήρης  είναι στο κάθισμα του συνοδηγού ή στο διπλανό αυτοκίνητο,
και γράφει ένα διήγημα …
Η σκέψεις μας είναι παράλληλες.
Εγώ σκέφτομαι κι αυτός γράφει.

Κάθε τρεις και λίγο ανοίγεις το μέιλ σου, το ανοίγεις και το κλείνεις. Το ανοίγεις και το κλείνεις. Ρουφάς τον αηδιαστικό χυλό ειδήσεων και διαφημίσεων του Yahoo.
Huge Python Devours Crocodile.
20 Celebrities of the 70’s you wouldn’t recognize today.
Isis cannot be defeated by air raids only.

Σήμερα πρέπει να γράψω μια κλήση σε απολογία.

Επί του σχεδίου της απόφασης με τίτλο… καταχωρήσατε διαφωνία με το εξής περιεχόμενο :« …με την επιλεκτική, χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση, επιλογή του θεατρικού σχήματος ‘‘Κούροι και Κόρες’’ για την παρουσίαση θεατρικών παραστάσεων στη Λέσβο με τίτλο ‘‘ Χριστούγεννα με το Μπόμπ το Σφουγγαράκη’’ αντί για το ποντιακό εκπαιδευτικό παραμύθι ‘‘ ο Παθός Μαθός’’ που προτείνετε εσείς… οι διαφωνίες και οι επιφυλάξεις είναι σεβαστές αρκεί να μην αποτελούν παρελκυστική τακτική, η οποία σύμφωνα με τη περίπτωση ικ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του Ν.3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του Ν.4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α) είναι πειθαρχικό παράπτωμα. Σας υπενθυμίζουμε ότι το όλο θέμα σας είναι γνωστό τουλάχιστον από τις αρχές Δεκεμβρίου 2016 και σας έχουν δώσει σχετικές εντολές από την ιεραρχία για το συγκεκριμένο καθώς και για άλλα πιθανά παραπτώματά σας που δεν θα θέλαμε να αναφέρουμε δημοσίως ...»

Πονηρό και χαριτωμένο... Δαιδαλώδες σύστημα. Τίποτα δεν προχωράει. Μέχρι να έρθουν οι ευαγγελιστές του Μάνατζμεντ με τα βαλιτσάκια τους. Δρυός πεσούσης…

Σε αυτό το σημείο ο δρόμος στένευε εξαιτίας κάποιας ανασκαφής. Πέρασε ανάμεσα από τις πέτρες με προσοχή και συνέχισε την πορεία του στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Δεξιά του, σαν γίγαντας πληγωμένος από κάποια αρχαία πολεμική μηχανή, βρισκόταν τώρα το τεράστιο λείψανο ενός γερμένου πύργου που κατέληγε στη θάλασσα.

5.
Υγρή μυρωδιά από αρμυρίκια εισέβαλλε στα ρουθούνια του. Αριστερά του, στην άκρη του δρόμου, έγερναν διψασμένα προς τη μεριά της θάλασσας. Στη σκιά ενός από αυτά ήταν τοποθετημένο ένα ροζ σκυλόσπιτο και πάνω στο ξύλο του ήταν γραμμένη με στένσιλ και σπρέι η φράση «We are here».

Ένα υπόκωφο γαύγισμα ακούστηκε από το βάθος του δρόμου.
Ωχ, η γνωστή αγέλη με τα κοπρόσκυλα. Σε κατάλαβαν πολύ πριν τους δεις. Σαν τους ερυθρόδερμους. Τώρα θα αρχίσουν όλα μαζί. Αν δείξεις ότι φοβάσαι είναι χειρότερα.

Όπως το είχε προβλέψει, η παρδαλή παρέα από τα αδέσποτα τον περικύκλωσε ακολουθώντας τον, σκυλιά σε διάφορα χρώματα και μεγέθη, άλλα γαυγίζοντας καχύποπτα, άλλα κουνώντας τις ουρές τους.
Πρέπει να φαίνεσαι λιγάκι γελοίος στο επίκεντρο αυτής της αναμπουμπούλας. Μερικά θέλουν να τα χαϊδέψεις. Άλλα να σε διώξουν από την περιοχή τους. Μυρίζουν τον φόβο οι διάολοι. Ένα μίγμα ιδρώτα ή κάποια ορμόνη. Ελαφρώς πανικόβλητος. Όταν τα έχεις πίσω σου είναι πιο ανησυχητικό. Ξυπνάνε μέσα σου μια παλιά ενοχή. Εσύ δεν είσαι αυτός που… Πάντως τα συμπαθώ… αν βεβαιωθώ ότι είναι ήμερα. Το θέμα είναι ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα. «Τι είναι βρε; Τι είναι; Μουτς, μουτς». Άδικος κόπος. Αντιλαμβάνονται αμέσως την υποκρισία. Στο τέλος μένει πάντα ένας μικρόσωμος κοπρίτης που σε παίρνει στο κατόπι για κανα χιλιόμετρο. Ουστ, παλιόσκυλο!
Τα σκυλιά αραίωσαν και απομακρύνθηκαν σιγά σιγά, με τελευταίο ένα χαριτωμένο κανελί κοκόνι που συνέχιζε να τον ακολουθεί γαυγίζοντας. Το μικρόσωμο σκυλί σταματούσε και έκανε μερικά βήματα πίσω κάθε φορά που εκείνος, φοβισμένος όσο κι αυτό, γύριζε δήθεν φιλικά το κεφάλι του για να δει αν τα μυτερά δοντάκια του ήταν αρκετά μακριά από τα πόδια του.

Επιτέλους, έφυγαν.


6.
Λίγο πιο πέρα, στο μεγάλο πλάτωμα αριστερά του δρόμου, επάνω σε έναν απότομο βράχο που έμοιαζε με πλώρη πλοίου έστεκε σιωπηλός ο Φάρος της Φυκιότρυπας. Οι λαίμαργες φωνές ενός κοπαδιού γλάρων ακούστηκαν από μακριά. Ένας πρόσφυγας κοιτούσε συνοφρυωμένος τη θάλασσα προς τη μεριά της Τουρκίας.
Κάπου εκεί πρέπει να υπάρχει ξέρα. Ή κάτι που επιπλέει. Φαίνεται από τον τρόπο που σκάει το κύμα. Λες να… ω, θεέ μου!

Τον προσπέρασε κι έφτασε στο τέλος της μεγάλης στροφής που οδηγούσε στην άλλη πλευρά του λόφου. Εδώ ο αέρας κοβόταν απότομα και ο ήλιος είχε πάρει την πορεία του προς τη δύση. Η επίπεδη, ματ επιφάνεια της ασφάλτου διαγραφόταν μαύρη και καθαρή κάτω από το φως που μαλάκωνε σιγά σιγά, έχανε την εκτυφλωτική θαμπάδα του και αποκτούσε χρώμα καθώς πλησίαζε το απόγευμα.

Έφτασα στη μέση της διαδρομής.

Έκλεισε τα μάτια του για να ακούσει τον απαλό ήχο του νερού, κάτω στα βράχια της ακτής… Τα ξανάνοιξε: Ένα πλήθος από ψαρόβαρκες ήταν σκορπισμένες σε διάφορα σημεία της θαλάσσιας έκτασης που απλωνόταν μπροστά του.
Υπομονετικοί θαλάσσιοι θηρευτές. Να βρίσκεσαι στη μέση όλης αυτής της γαλήνης και να περιμένεις να δεις τι θα βγάλει το αγκίστρι σου από τα σπλάχνα της. Το βράδυ θα τα ψήνει στο καφενείο του. Καλώς τα παιδιά! Η γυναίκα του σερβίρει. Εύθραυστο πλάσμα. Φτηνή βαφή μαλλιών. Τα λεφτά δε φτάνουν για να φτιάξει τα δόντια της. Οι ψαροφάγοι θαμώνες είναι πάντα εκεί. Ιγνάτης, Γιάννης, Θόδωρος, δυο ναυάγια κι ένα σοβαρό τροχαίο. Θαλασσοφαγωμένος θίασος. Ότι πρέπει για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Παλιά σκουριασμένα σκαριά που ξέβρασε η θάλασσα.

7.
Πίσω από την πέτρινη μάντρα, χαμηλά στη θάλασσα, ήταν ένας μικρός όρμος, τρία τέσσερα μέτρα άμμου και ένα τσιμεντένιο πλάτωμα για τους λουόμενους. Στον βράχο που έκλεινε την βόρεια πλευρά του, ένα αυτοσχέδιο εικονοστάσι.
Η παραλία του Απελιού. Ιδανικές συνθήκες έκθεσης στον ήλιο και προστασίας από τους βοριάδες. Ένας υδροβιότοπος ηλικιωμένων. Ένας ήσυχος υδρογεροβιότοπος. Χι, χι! Κοτσονάτοι μεσήλικες με λεπτά πόδια και φουσκωμένο στέρνο. Το κορμί χαλαρώνει, το ίδιο και τα νεύρα, οι ορμές … Στις γυναίκες είναι σαν να σπάει ένα καλούπι: Το κρέας ξεχειλίζει αφρίζοντας σαν μπέικιν πάουντερ μέσα από ολόσωμα μαγιό με παπαρούνες. Άκου: Κάτι συζητάνε για τους πρόσφυγες. «Γιατί δεν κάθονται στη χώρα τους να πολεμήσουν;» λέει αυτή με τον λαστιχένιο σκούφο. Η βλακεία είναι μια άμυνα του μυαλού. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσεις τα πράγματα εύκολα, προς το συμφέρον σου. Ασυνέπεια σκέψης. Μια μικρή απατεωνιά. Για να είναι πειστικά τα ψέματα σου πρέπει να τα πιστεύεις κι ο ίδιος… χαρακτηριστικό εξυπνάδας ή βλακείας; Ή εμπειρίας; Κατανοητό. Η πραγματικότητα είναι φοβερά σύνθετη, εμείς έχουμε ανάγκη από εξηγήσεις. Από την άλλη τα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται για σοβαρές αναλύσεις. Φιλτράρουν όλο το δηλητήριο του κόσμου για να σου το σερβίρουν καυτό στο δελτίο ειδήσεων των 9:00. Ναι, τώρα πρέπει να ετοιμάζει το ουίσκι και τους ξηρούς καρπούς του περιμένοντας να απολαύσει τον τρόμο σε μικρές δόσεις μαζί με το τσιγαράκι της ημέρας.

Το κάστρο τώρα είχε σχεδόν χαθεί πίσω απ’ την πευκόφυτη πλαγιά.
Τσαμάκια σημαίνει Πευκάκια. Η πλαζ της Μυτιλήνης, κλειδωμένη, έρημη και γεμάτη σκουπίδια. Εγκαταλειμμένο θερινό τοπίο. Αρχιτεκτονική του ’70 που σε γεμίζει νοσταλγία. Το γήπεδο του βόλεϊ με το σκισμένο δίχτυ. Μυρωδιά από κάτουρο και νοτισμένες πευκοβελόνες. Άλλο ένα καλοκαίρι... ξερόκλαδα και φύλλα κισσού στην κλειδωμένη είσοδο. Άδεια μπουκάλια, κουτάκια, αποτσίγαρα. Ανθρώπινα ίχνη που άφησε πίσω της η παλίρροια και η άμπωτη του χρόνου.

8.
Στάθηκε διστακτικός για μια στιγμή και στη συνέχεια λοξοδρόμησε προς το μαρμάρινο μνημείο απέναντι. Αρχαιοπρεπή γράμματα, σκαλισμένα στο μάρμαρο: «Ιστορικός τόπος μαρτυρικής μνήμης. Ο Δήμος Μυτιλήνης στα θύματα του Γερμανικού Φασισμού».
Ο εφιάλτης της ιστορίας μπροστά σου. Ένα κατεβατό με ονόματα εκτελεσθέντων. Κι εσύ, καλοζωισμένος απόγονος που ήρθε να υποβάλλει τα σέβη του. Τελεσθέν γεγονός. Όλοι κάποια μέρα… είναι φοβερό όμως να κόβεται έτσι το νήμα. Θλίψη. Η ασχήμια του μνημείου την κάνει πιο έντονη. Μάρμαρο λεπτό σαν χαρτί… Απλότητα ή προχειρότητα; Ένας λευκός τιμοκατάλογος ψυχών.

Οι Ταγματασφαλίτες είχαν συλλάβει τη γιαγιά. Της έδειξαν κάτι κομμένα κεφάλια και της είπαν: Αύριο θα βρίσκεσαι ανάμεσα τους. Χριστέ μου... το να πέσει στα χέρια των Γερμανών ήταν τύχη. Και μετά, κάμποσα χρόνια στη φυλακή. Η κόρη μεγάλωσε μόνη της. Χωρίς χάδια. Άνθρωπος των ιδεών. Κι όμως, περίμενε τρέμοντας από ανυπομονησία την άφιξη στο χωριό με τους γονείς σου. Κρέμες και κουάκερ στο ψυγείο. Το πρόσωπό της ήταν παγωμένο όταν σε φιλούσε. Μυρωδιά από κλεισούρα, φάρμακα, ψητά ψάρια, σαπούνι από αλισίβα... Ο παππούς ζήλεψε και σκέφτηκε να γράψει τη δική του ιστορία: «Όταν ήμουνα μικρός δε μου άρεσαν τα γράμματα. Αλλά μου άρεσε να κυνηγάω πουλιά. Τα λεγόμενα κοτσύφια». Απλός σαν παιδί. Γιλέκο, μπαστούνι, καπέλο, στα μάτια σου έμοιαζε λίγο με κωμικό του βωβού κινηματογράφου. Της την έσπαγε πάρα πολύ και δεν έχανε ευκαιρία να τον ειρωνευτεί. Άρης και Αφροδίτη: Μαζί ως τα βαθιά γεράματα… μεταμφιεσμένοι από γενιά σε γενιά. Και ιδού ο νέος, βελτιωμένος πρόγονος… ένας Ανδρεάδης, ένας Έρολ Φλυν...

9.
Συνέχισε την πορεία του περνώντας μπροστά από τον μικρό χωματόδρομο που ανηφορίζει προς τη λέσχη των αξιωματικών και κοίταξε προς τα πάνω, στον εξώστη της βεράντας της.
Πρώτο ταξίδι στη Μυτιλήνη: Ο πατέρας μας γυρίζει σε όλο το νησί με το αυτοκίνητο, σταματώντας βιαστικά σε όσα αξιοθέατα αναφέρονται στον συνοπτικό τουριστικό οδηγό, λες και πρέπει να βγάλουμε την ύλη κάποιου σχολικού βιβλίου ιστορίας. Τώρα απολαμβάνω μια χοντρή χοιρινή μπριζόλα και χαζεύω την κόρη του Κύριου Δαπέργολα, να τρέχει πέρα δώθε με το πολύχρωμο φουστανάκι της. Η μαμά έχει πιάσει κουβέντα με έναν άλλο στρατιωτικό που θυμίζει τον Λουί Ντε Φινές. Μπλέκει με διάφορους περίεργους, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει από την καταθλιπτική σοβαροφάνειά του. Θα της κάνει σκηνή λίγο αργότερα, στο ξενοδοχείο. Ποτέ δεν παραδέχεται την ζήλεια του, την ανθρώπινη αδυναμία... Έχει πάντα δίκιο. Αντικειμενικά. «Σου έχω πει χιλιάδες φορές, να μην λες στον κάθε σαχλαμάρα ότι πηγαινοέρχεσαι στην Τουρκία και φέρνεις παλιατσαρίες». «Σου έχω πει», ή «σου έχω πει επανειλημμένως» ή «μην με αναγκάσεις να το πω δεύτερη φορά» ήταν μερικές από τις αγαπημένες του φράσεις. Ήταν τρομερό να συμβαίνουν ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, ενώ εκείνος μας είχε προειδοποιήσει επανειλημμένως. Τί μου είχε πει … δε θυμάμαι πια … μια μόνιμη επίπληξη μέσα στο κεφάλι μου. Θέμα πειθαρχίας. Ή ο φόβος του λάθους... Τα καλά παιδιά δεν κάνουν λάθη.

Λέσχες και θέρετρα στρατιωτικών.
Παιδικές χαρές και δρομάκια μέσα στα πεύκα.
Φιλίες με παιδάκια συναδέλφων.
Το κράτος φρόντιζε τις οικογένειες των αξιωματικών.
Ο Κος τάδε κι ο κύριος δείνα, αξιόλογα στελέχη με εξαιρετικά παιδιά.
Αριστούχα αγόρια και κόρες που σπουδάζουν στο εξωτερικό με υποτροφίες!
Καλοχτενισμένοι, χαμογελαστοί νέοι, με άψογους τρόπους.

Ίσως μας είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Δεν είναι από μόνος του βίαιος ένας άνθρωπος. Ή αυστηρός. Ή καταπιεστικός. Ή απαιτητικός. Ή άκαμπτος. Ή ελαφρώς αναίσθητος, ή … Είναι οι συνθήκες της ζωής του που τον κάνουν... Είχε όνειρα. Ήθελε να φύγει. Δεν τον άφησαν. Σήμερα, ένας μικροκαμωμένος γέρος ειρηνοποιός.
 
***

Όμως η βία συνεχίζεται. Συνεχίζεται στον έξω κόσμο και στο μυαλό μου, ο φόβος με κρατάει ακόμα αιχμάλωτο, στο φτωχό μου μυαλό η μάχη μαίνεται…

Κοντοστάθηκε μπροστά στο άγαλμα της ελευθερίας. Δεξιά του ανηφόριζε η οδός Σκρα. Το κιόσκι. Τα Δικαστήρια. Τα σοκάκια της πόλης. Αριστερά το λιμάνι, η πύλη για την Αθήνα. Το χωριό του, 4 ώρες με το ΚΤΕΛ. Ένα βροντερό σφύριγμα φουγάρου διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών του. Σαν ένα μεγάλο κομμάτι της προκυμαίας που ξεκόλλησε μαζί με τα σπίτια και τις πολυκατοικίες του, το επιβατικό Αριάδνη αναχωρούσε αργά για τον Πειραιά.




* Walk, walk, walk your way, walk in safety walk with care. Στο κεφάλαιο Ιθάκη του «Οδυσσέα» - Τ.Τζόυς, ο Στήβεν απαγγέλει το παραπάνω ρητό στον Λ.Μπλουμ, στην αρχαία Ιρλανδική και στην Αγγλική γλώσσα. Ολόκληρο το διήγημα είναι εμπνευσμένο από το κεφάλαιο «Πρωτέας» του ίδιου βιβλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου