Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ, Νατάσα Π.


Στέλλα
   Έμεναν κάτι τρελές δίπλα μας στην Αθήνα. Αυτές φορούσαν καπέλα. Η μάνα στο ψυχιατρείο,  βγήκε όμως, ήρθε και έμεινε σπίτι. Δυο αγόρια, δυο κορίτσια, ο πατέρας στρατιωτικός, όλοι σ’ ένα δυάρι. Σπιρτόκουτο. Τσιρίδες και ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα. Έβγαιναν το πρωί οι τρεις γυναίκες, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, φορώντας καπέλα. Γι’ αυτό δεν τα συμπάθησα ποτέ. Φυσούσε εκείνη την ημέρα στο κάστρο. Το καπέλο ήρθε και κόλλησε πάνω του σαν σφαλιάρα. Έκανε μια-δυο με τα χέρια του να το πιάσει τρομαγμένος, ενώ η ένταση του ανέμου το κρατούσε πάνω του σαν ηλεκτρισμένο. Θα σκέφτηκε ότι αν κάποιος από μακριά είχε δει ένα ιπτάμενο αντικείμενο να προσγειώνεται πάνω στο σβέρκο του θα γελούσε και σίγουρα ντράπηκε που αυτό το ανόητο σκηνικό είχε τύχει σε εκείνον. Όλα έτσι τα εξέταζε στη ζωή. Ντρεπόταν και που ανέπνεε. Μήπως βρωμούσαν τα στομαχικά του υγρά, μήπως έπαιρνε τον αέρα κάποιου άλλου. Πάντως και η αναπνοή τον δυσκόλευε, αυτό ήταν σίγουρο και τώρα καθόταν εκεί κρατώντας ένα ξένο καπέλο.

   Τότε με είδε. «Δικό σας είναι;» είπε με μια κίνηση του χεριού. «Όχι» αποκρίθηκα με ένα νεύμα. Βρισκόμουν μπροστά από τον γερμένο πύργο που τον τρώνε τα κύματα και ο αέρας, λύγιζε κι εμένα προς την ίδια κατεύθυνση, τόσο που σκέφτηκα ότι μοιάζουμε τώρα, εγώ κι αυτός, δυο όμορφα ερείπια αφημένα στις ορέξεις του καιρού.
   Ξεκινήσαμε να περπατάμε παράλληλα. Διάβαζα τις σκέψεις του. Το καπέλο τον βασάνιζε. Να το άφηνε κάπου κρεμασμένο, αλλά πού; Ο αέρας λυσσομανούσε. Να το κρατούσε κι άλλο; Κι αν του έλεγαν ότι το έκλεψε; Σαν να μην του έφτανε ο λαβύρινθος που είχε δημιουργήσει στο κεφάλι του, είχε τώρα να αντιμετωπίσει και το βλέμμα μου. Καρφωμένο πάνω του, τον ακολουθούσε σε όλα του τα βήματα, που δεν άφηναν όπως παλιά ίχνη. Βρισκόμασταν τώρα στο φιδίσιο δρόμο με τις πρασινάδες, πίσω από τα πρώτα σπιτάκια της αρχαιολογίας, κάτω από το εκκλησάκι της Παναγιάς της Γαλατούσας, εκεί που αρχίζει να κατηφορίζει ο δρόμος. Σαν πομπός εκείνος μπροστά κι εγώ παράλληλα, λίγο πιο κάτω, όπως σε όλη μας τη ζωή κι εγώ όλο να ζυγώνω δήθεν αδιάφορα.
   Ά basta! θα είπε μέσα του, γιατί κάθισε στο παγκάκι κάπως απότομα, θεατρικά, με το λαιμό του τεντωμένο και το κεφάλι του να πετάγεται νευρικό σαν το πουλί που αναζητά την τροφή του. Οι δύο βάλτοι που είχαν πάρει τη θέση των ματιών του ήταν στραμμένοι τώρα έντονα και αυστηρά προς το μέρος μου. 
   «Εμπρός! Αν είναι δικό σας ελάτε, πάρτε το» μου φώναξε.
   «Εμπρός» αυτή η παλιομοδίτικη έκφραση που πάντοτε μας μπέρδευε μικρά και το αυστηρό του ύφος με έκαναν και γέλασα, αλλά έτρεξα γρήγορα γιατί ήξερα ότι εκνευριζόταν αν για κάποιο λόγο σταματούσε ξαφνικά ο καθιερωμένος περίπατος του. Κανονικά, σταματούσε να πάρει μια ανάσα λίγο παρακάτω, στο σημείο της συντριβής, όπως συνήθιζε να λέει για το σημείο της γνωριμίας του με την γυναίκα – αεροπλάνο. Κάθισα δίπλα του με θράσος.
   «Μπαμπά» του είπα ήρεμα, «Είμαι η Στέλλα».
   «Το καπέλο είναι δικό σας;» Επέμενε η αρρώστια.
   Δεν περίμενα να ανταποκριθεί με την πρώτη στο όνομα και είπα να παίξω με τα δεδομένα που έχω. 
   «Ναι δικό μου είναι το καπέλο!» είπα πιο ζωντανά. Ας είναι, ίσως να δουλέψει...
   «Πάρτε το. Είδα μια κοπέλα πριν σαν εσάς, μου είπε ότι δεν ήταν δικό της αλλά εσάς φαίνεται να είναι στα μέτρα σας».
   Ποια ήταν τα μέτρα μου; «Μπαμπά, είμαι η Στέλλα το κοριτσάκι σου, μπαμπά θυμήσου σε παρακαλώ» είπα από μέσα μου αυτή τη φορά. Δεν έκανα να πιάσω το καπέλο. Μου έφυγε κι ένας αναστεναγμός απογοήτευσης.
   Τα μάτια του είχαν βουρκώσει, όμως σαν να με κατάλαβε για λίγο. Το σήκωσε με τα χέρια του, σαν να ‘ταν στέμμα και το απέθεσε απαλά στο κεφάλι μου φτιάχνοντάς μου τα μαλλιά όπως όταν ήμουν μικρή. Δεξιά και αριστερά «να ‘σαι καλό παιδάκι».
   «Πάμε Στέλλα» μου είπε. «Το καπέλο σου πάει πολύ. Μοιάζεις της μητέρας σου έτσι, που ήταν ίδια η γιαγιά σου στα κάλλη και την πονηριά. Εδώ μεγάλωσε η γιαγιά σου, στα μπουρδέλα μέσα, το ξέρεις Στέλλα; Δεν το ‘πα ποτέ στη μάνα σου αλλά το ήξερα από τότε. Μάγδα έπρεπε να σε λένε κι όχι Στέλλα. Βέβαια, της κάνανε και εκκλησάκι μετά. Που-τα-νιά-ρα».
   «Ωωωωχ βρε μπαμπά!»
   Πάλι τα ίδια. Πού τις σκέφτεται αυτές τις ιστορίες, ήθελα να ‘ξερα. Τι παραλήρημα. Να τα άκουγε αυτά η γιαγιά Μερόπη, αυτή η υπεροπτική αριστοκράτισσα που γέννησε τη μάνα μου, τη Μελπομένη. Τη γυναίκα – αεροπλάνο όπως την έλεγε ο μπαμπάς, γιατί έτσι σαν Μπόινγκ έπεσε πάνω του, με όλη της την ιδιοσυγκρασία γκρεμίζοντας το κάστρο του και εκτινάσσοντάς τον -πενήντα πέντε χρόνια πριν- τότε που οι άνθρωποι δεν εκτινάσσονταν έτσι εύκολα. Τον πήρα αγκαζέ και συνεχίσαμε τον υπόλοιπο δρόμο έτσι, μέχρι το καρνάγιο, εγώ φορώντας το καπέλο κι εκείνος να λέει μια ιστορία από το εξοχικό στη Σουράδα, για κάτι φίλους του που είχαν έρθει από τον Ωρωπό και έψησαν γαρίδες και τότε φορούσε η μαμά για πλάκα αυτό το παράξενο καπέλο, που ανήκε πρώτα στον κύριο Σταύρο, αλλά της πήγαινε τόσο και όλοι γελούσαν εκείνη τη μέρα που κάπνιζε την πίπα της, τρελούτσικη καθώς ήταν, ένα πλάσμα μοναδικό. Τη θάψαμε πέρυσι, την τρελούτσικη και από τότε κι εγώ κι εκείνος πήραμε την κάτω βόλτα. 
   Αφήσαμε πίσω μας το κάστρο, κόπασε κι ο αέρας, τα βράχια άρχισαν να ιδρώνουν πάλι και η υγρασία έκανε τα κόκαλά μας να πονούν. Έβαλα τη σόμπα και τον πήγα για ύπνο. Τώρα αυτό το καπέλο και η εύρεση του ιδιοκτήτη του είχε περάσει στα χέρια μου, ήταν δική μου δουλειά πια και καθώς είχα πάρει τα χούγια του και τον δικό του ψυχαναγκασμό έπρεπε να επιστρέψω το ξένο αντικείμενο στον κάτοχο του, να του εξηγήσω πως το οικειοποιήθηκα για λίγο για να ξυπνήσω στον μπαμπά Αλτσχάιμερ μια μνήμη. Έστω μια μνήμη αρκεί για να νιώσει άνθρωπος ξανά κι όχι άψυχο ρομπότ, ένα ζωάκι με ρυθμισμένες κινήσεις. Άκουγα τώρα την ανάσα του βαριά, είχε κοιμηθεί. Θα πήγαινα ξανά την άλλη μέρα στο κάστρο, να περπατήσω το ίδιο μονοπάτι, σε αυτό που γνώρισε τη Μένη, τη μητέρα μου και ίσως να ‘μουν κι εγώ τυχερή, ίσως να έβρισκα εκείνον τον άντρα με το καπέλο. Μπορεί να ήταν όμορφος πολύ και να του έλεγα την ιστορία μου και να έκλαιγε, να έβλεπε κι αυτός τη μητέρα μου στα μάτια μου, κι ας μην την είχε δει ποτέ ούτε σε φωτογραφία, και ίσως και να με ερωτευόταν και να με έγδυνε μέσα στο σκοτάδι, τώρα που το φως μπαίνει μόνο από μια χαραμάδα, από μια ρωγμή στην πόρτα που του το επιτρέπει.

Μένη
   «Πουτάνα». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτή τη λέξη για τη μάνα μου, μαζί με ένα άξεστο μουρμουρητό και κάτι μασημένα λόγια. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα πάνω, μέσα από το καρότσι που με είχαν κοτζαμάν παιδί γιατί βαριούνταν να με κρατάνε και είδα σαγόνια να στραβώνουν ανάγωγα, χείλια με σάλια να τρέχουν. «Πουτάνα. Πάλι καλά που βρέθηκαν αυτοί οι καλοί άνθρωποι και σε πήραν κι είσαι κι όμορφη πανάθεμά σε». Κι ύστερα σπρωξίδια κι απειλές και ο θείος Αργύρης να φεύγει κλωτσοπατινάδα από τα μαρμάρινα σκαλιά του αρχοντικού, που γυάλιζαν οι υπηρέτες της Μερόπης μέρα νύχτα.
   Δεν ξέρω γιατί με βαραίνουν ακόμα αυτές οι κατάρες, αλλά έτσι ξυπνώ καμιά φορά με τύψεις, σαν να μην έπρεπε να υπάρχω, σαν να ‘μαι η απόδειξη ενός τραγικού συμβάντος. Γι’ αυτό ξυπνώ διστακτικά. Είμαι ζωντανή; Έχω πεθάνει; Πάντοτε με τρόμαζε ο ύπνος. Για ώρες ένα σακί χωρίς συνείδηση.
   Θα γείρω προς το κάστρο. Θέλω να γράψω πάλι, θα πάρω μαζί μου και το σημειωματάριο κι ας φαίνομαι παράξενη. Με τα λεφτά της Μερόπης κανείς δεν νοιάζεται για τις εκκεντρικότητες. Όλο μου λένε να μην πηγαίνω στο κάστρο βέβαια, νομίζουν ότι σκαλίζω το παρελθόν, να βρω ποιος ήταν ο πατέρας μου. Ούτε που με νοιάζει όμως.
   «Πουτάνα, πουτάνα, πουτάνα. Η Μάγδα η τρανή πουτάνα, η ψωλορουφήχτρα, η Μάγδα ήταν η μανούλα σου κι όχι η Μερόπη. Το μουνί της το ‘δινε η Μάγδα ακριβά και ήταν στα τσιμπούκια πρώτη», ένα από τα ξαδέλφια μου, μου το τραγουδούσε όταν δεν άκουγε κανείς από τους ‘συγγενείς’. Εκεί κρατιόταν το μυστικό άλλωστε. Μέσα στα δωμάτια του πύργου όπου ήμουν φυλακισμένη σε όλη την εφηβεία μου για να διαβάζω ώστε να «μην υπερισχύσει το γονίδιο». Και διάβασα, διάβασα σελίδες αμέτρητες, θάλασσες λέξεων, ως και τους τοίχους του δωματίου τους διάβασα σαν να ‘ταν τετράδια και όλα τα διάβασα πια και κόντεψα να τρελαθώ. Γι’ αυτό και μου επέτρεψαν τις βόλτες, μετά τις κρίσεις και τους σπασμούς. Είπα θα πηγαίνω στο κάστρο. Κι εκεί ήμουν τώρα με τις σκέψεις μου και με το γρήγορο βήμα μου να στρίβω λίγο μετά τον φιδίσιο δρόμο με τις πρασινάδες εκεί που η φύση θρασομανά, λίγο μετά το εκκλησάκι που κάνει μια στροφή και κατηφορίζει ο δρόμος.
   Και ξάφνου, πέφτω πάνω του!
   «Που πάτε δεσποινίς με τέτοια φόρα και με το κεφάλι σκυφτό!» είπε κρατώντας το μέτωπό του, κάπως δραματικά. Τον είχα κουτουλήσει τον έρμο, με έπιασαν τα γέλια.
«Γελάς κι από πάνω! Είσαι από εκείνα τα αναιδέστατα πλάσματα, που νομίζουν ότι ο χώρος τους ανήκει, ε; Περπατάμε κι άλλοι σε αυτό το μονοπάτι. Μας έχεις παρατηρήσει;»
   Δεν τους είχα. Όχι από υπεροψία, ήμουν χαμένη στις φαντασιώσεις  μου, στις διαταραγμένες μου σκέψεις αλλά τώρα συγκροτήθηκα. Έπρεπε να απαντήσω στην προσβολή. Ήμουν τρελή ναι, αλλά μια εύθικτη τρελή.
   «Όχι κύριε» του είπα, «σας κουτούλησα γιατί σκε-φτό-μουν. Είναι παράξενο για ένα κορίτσι να κουβαλά τις σκέψεις του στο κάστρο και να ‘ναι τόσο συγκεντρωμένη σε αυτές, ώστε να σκοντάφτει πάνω σε περαστικούς ή αποτελεί μόνο δικό σας προνόμιο;  Γιατί μη μου πείτε! Κι εσείς από αφηρημάδα σκίζετε! Πως πήρατε έτσι τη στροφή; Δεν είδατε ότι ο αεροδιάδρομος ήταν κατειλημμένος;». Έριξα και το χιούμορ μου στο τέλος, αυτό το παράξενο χιούμορ, όπως έλεγαν οι δάσκαλοι μου στη Μερόπη κι εκείνη κατέβαζε τα μούτρα, για να δω αν θα τσιμπούσε. Γιατί μου φάνηκε συμπαθητικούλης, έτσι όπως ήταν ντροπαλός, σαν λογιστής με την καζάκα του και τη δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου. 
 «Basta! Είστε γυναίκα ή αεροπλάνο; Γιατί αν είστε αεροπλάνο, έχετε προσγειωθεί σε λάθος σημείο, εδώ είναι τα τείχη και υπάρχει κίνδυνος να γκρεμιστεί το κάστρο» είπε με τρεμάμενη φωνή. Μου φάνηκε πως για πρώτη φορά σκάρωνε κάτι τέτοιο με το μυαλό του. Μια αφηρημένη απάντηση στις φαντασίες μιας άγνωστης κοπέλας δεν πρέπει να ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμά του.
 «Μα κάθε κάστρο χτίζεται για να...πολιορκηθεί και εν τέλει κάποτε να πέσει» του είπα, έτσι ότι μου ‘ρθε στο μυαλό. Ίσως πάλι όχι, ίσως να επιστράτευσα μια παλιά μου σκέψη, μια εξυπνάδα και ήμουν σίγουρη ότι θα κόμπιαζε με το χοντρό υπονοούμενο. Άκου να πολιορκηθεί... 
   «Όχι τούτο το κάστρο» είπε με σταθερή φωνή. «Τούτο το κάστρο ήταν νησί».
   Το κάστρο ήταν νησί. Ήταν αλήθεια. Κι εμείς, οι μοναδικοί επιζώντες, ναυαγοί μιας άλλης εποχής που δεν ταιριάζαμε με το τοπίο, με τη γλώσσα, με τους ηθικούς κώδικες, τους ανθρώπους γύρω μας και ήταν η στιγμή της «επιφάνειάς μας», ήταν τα δευτερόλεπτα της σύγκρουσης, της παραδοχής αυτής, πως ήμασταν ο ένας για τον άλλον και παράλληλα μόνοι μας. Μείναμε να κοιτιόμαστε στα μάτια. Ήξερα ότι δεν θα βαρεθώ ποτέ ξανά στη ζωή μου, ήξερα ότι βρήκα εκείνον που με πιάνει από το θεμέλιο κι ανεβαίνει προς τα πάνω κι όχι αντίστροφα, που δεν στέκεται στο κορμί και το φιλί, αλλά θα φυλάξει με τη ζωή του το φτερούγισμα του μυαλού μου και δεν θα προσπαθήσει να το αλλάξει. Παντρευτήκαμε μετά από τέσσερις μήνες. Κάναμε μαζί ένα κοριτσάκι που πήρε το όνομα της μάνας του, της Στέλλας, είχε κι άλλο ένα αγόρι από τον πρώτο του γάμο. Ποτέ δε μίλησα για τη μάνα μου ,αν και το γονίδιο βγήκε στον πρώτο μήνα της σχέσης μας κάτω από την Ορτά Καπού, εκεί που με πήρε για πρώτη φορά, μια νύχτα με γεμάτο φεγγάρι, στο μόνο πεδίο που ξεπερνούσε την φυσική του συστολή και ερχόταν στα νερά μου ολόκληρος, ψυχή και σώμα.
«Πουτάνα, πουτάνα μου, που έμαθες να γλείφεις έτσι;» μου έλεγε κι εγώ χαμογελούσα    σκυμμένη στα πόδια του γιατί ήξερα, ήξερα από που. 

Μάγδα
   «Θα έρχομαι να τον παίζω στον τάφο σου Μάγδα μου. Εσύ δεν είσαι πουτάνα, είσαι Αγία. Θα έρχομαι να προσκυνώ με τον πούτσο μου πάνω στο μνήμα σου, όπως κάνουν στα λείψανα των Αγίων. Αντί για Τάμα θα σου δίνω το σπέρμα μου και τί σπέρμα, παχύ, ζεστό, ψωλόχυμα πρώτης τάξεως».
   Και ήταν. Άλφα-άλφα ποιότητας. Έμεινα έγκυος εκείνη την ημέρα, παρότι μου ‘χαν πει ότι δεν θα μπορέσω να πιάσω ποτέ ξανά παιδί μετά από εκείνη την επέμβαση, ο Θεός να την κάνει. Ο Μανώλης σάλπαρε και δεν τον ξαναείδα. Ούτε στον τάφο μου φαντάζομαι θα ‘ρθει, γιατί απ’ τη σύφιλη δεν θα τη γλιτώσει τόσο πουτανιάρης που είναι. Θα ψοφήσει πρώτος. Να ‘μαι τώρα με τη γκαστριά και να κρύβω τα παραπανίσια κιλά και να μην μπορώ να φάω παραπάνω από τις άλλες τις γκιόσες, τις κακούργες που εγώ τις "γέννησα" κι αυτές. «Πεινάμε Μάγδα μου πεινάμε, τα πόδια μας ανοιχτά τα ‘χαμε όλη μέρα, έλα να δεις πως έχει ανοίξει το μουνί μου και  κα- κα- κα τα γέλια μεταξύ μας. Τουλάχιστον γελάμε. Μόνο η Μελπομένη θα με καταλάβαινε, μόνο αυτή. Μαζί ήρθαμε, χεράκι – χεράκι, δυο κοριτσάκια με μια ξύλινη βαρκούλα, προσφυγοπούλες  κι όταν μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί μας το πετούσαν από μακριά, σαν να ‘μαστε λεπρές. Έτσι ζήσαμε,  σαν λεπρές τη μέρα και σαν βασίλισσες τη νύχτα.
   «Πούτσα, λούσα και χορός, της γυναίκας ο καημός» έλεγε ο Φάνης της. Μόνο που δεν κατάφερε να τη σώσει. Μπεκρής έγινε μετά το φονικό. Γιατί μου το φάγανε το κοριτσάκι μου, τη Μέλπω μου, την αδερφή μου. Ήμουν δίπλα όταν άκουσα τις φωνές.  Όλα εκείνη την καταραμένη νύχτα έγιναν. Την ώρα που ο Μανώλης μου, μου φύτευε το άγιο του σπέρμα, στη Μέλπω έστριβαν ένα μαχαίρι μέχρι μέσα στα τρυφερά της σπλάχνα. Κι έβγαινε πηχτό το αίμα. Παναγίτσα μου, δεν είχαμε ξαναδεί τόσο μαύρο αίμα. Έτσι κι εγώ, σαν τον γεννήσω τον καρπό μου, το τζιέρι μου, το κοριτσάκι μου, γιατί κορίτσι είναι το νιώθω, θα το ονομάσω Μελπομένη. Όνομα για σπουδαγμένες. Έτσι, να νιώσει το παιδί το βάρος του ονόματος, όπως κι εγώ του δικού μου. «Μαρία -Μαγδαληνή» μού ‘πε ο παπάς, «ωραίο όνομα» κι έχωσε το χέρι του στο στήθος μου. Νόμιζα πως αυτό ήταν η «κοινωνία». Ήπια και το κρασάκι μου μετά. Με πήγαν μεθυσμένη στο σπίτι που φιλοξενούμουν, μαζί με άλλες πέντε οικογένειες. Τα έριξαν όλα πάνω μου, με έδιωξαν. Τότε άνοιγαν τα σπίτια. Με τράβηξαν μέσα. Και με ρούφηξαν για χρόνια ολόκληρα, μέχρι που πίστεψα πως αυτή είναι η ζωή μου.
   Μετά το θάνατο της Μέλπως, όμως, όλα άλλαξαν. Μας πήραν και στο κυνήγι, έπεσε και η δουλειά. Άλλαξα κι εγώ μέσα μου. Άρχισα να σκέφτομαι, μου είπαν. Μέχρι και ο Τομ ο καραβανάς το παρατήρησε. «Μάγδα το βλέμμα σου έχει αλλάξει, έχει γεμίσει με καημούς, με τράμπολς. Θες να σε βγάλω λίγο έξω να ξεσκάσεις;». Δεν τον άκουγα. Κανέναν δεν άκουγα. Το ‘χα πάρει απόφαση, αυτό το παιδί πρέπει να ζήσει. Το πείσμα της πουτάνας είναι μεγάλο, σαν τις αμαρτίες της.
   Και να ‘μαι τώρα εδώ, να ‘χω πάρει το μονοπάτι για να βρω τη γυναίκα που θα πάρει το παιδί μου, να το μεγαλώσει. Είναι αριστοκράτισσα από μεγάλο τζάκι του νησιού, ούτε να σκεφτώ δεν τολμώ το όνομά τους. Αλλά τι να το κάνεις, δυστυχία. Προσπαθούν χρόνια με τον άντρα της και έχουν απελπιστεί. Ο ρουφιάνος αυτός ο μπάτσος που έρχεται τώρα κάθε μέρα μετά το φονικό, τους το σφύριξε πως μια από ‘τις παστρικές’ είναι έγκυος. Και τώρα έχουμε ραντεβού  δίπλα στο εκκλησάκι.
   Με πιάνει αγωνία και ντρέπομαι. Σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτή τη στροφή, λίγο κάτω από την Παναγιά με πιάνουν πάντα τα κλάματα. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα θα κάνω το σταυρό μου και δεν θα κλάψω, γιατί θέλω να αλλάξω τη μοίρα, θέλω να γεννήσω αυτό το παιδί και μετά ας πεθάνω. Σκέφτομαι πως αν δεν κλάψω αυτή τη φορά, μπορεί να αλλάξει το πως το λένε το πε-πρω-μέ-νο. Ίσως το ξόρκι μιας γριάς πουτάνας να πιάνει, ίσως συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου με τούτο το δώρο. Φτάνω στο δρόμο που κάνει σαν φίδι, με σκέψεις που δεν έχω κάνει ως τώρα. Μια παράξενη μνήμη έρχεται από τα βάθη. Σκέφτομαι το Κιρκιτζέ, μια φωνή που δεν έχω ξανακούσει, μου μιλάει στο κεφάλι μου: «Το κάστρο ήταν νησί». Τι να σημαίνει δεν καταλαβαίνω. Προχωρώ σταθερά προς το ραντεβού. Βλέπω την κυρά Μερόπη να προσπαθεί να στερεώσει πάνω στο κεφάλι της ένα παράξενο καπέλο για να μην την αναγνωρίσουν από μακριά. Ο αέρας το παίρνει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου